- βορβοροτάραξις
- βορβορο-τάραξις, ὁ,A mud-stirrer, Ar.Eq.309.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βορβοροτάραξις — mud stirrer masc nom sg βορβοροτάραξις mud stirrer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβοροτάραξις — βορβοροτάραξις, ο (Α) (ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με διπλή κωμική σημασία) 1. αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο 2. αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + τάραξις < ταράσσω] … Dictionary of Greek
βορβοροταράξεις — βορβοροτάραξις mud stirrer fem nom/voc pl (attic epic) βορβοροτάραξις mud stirrer fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβοροτάραξι — βορβοροτάραξις mud stirrer fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορβοροτάραξιν — βορβοροτάραξις mud stirrer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)